- καταπλημμυρώ
- (AM καταπλημ[μ]υρῶ, -έω)βλ. καταπλημμυρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπλημμυρώ — και καταπλημμυρίζω καταπλημμύρησα και καταπλημμύρισα, καταπλημμυρισμένος 1. κατακλύζω με νερά, ξεχειλίζω: Ο ποταμός καταπλημμύρισε τα χωράφια. 2. γεμίζω κάτι από κάποιο πράγμα: Η Ιαπωνία καταπλημμύρισε την Ευρώπη με φτηνά είδη. 3. αμτβ., γεμίζω:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταπλημμυρίζω — και καταπλημμυρώ (AM καταπλημ[μ]υρῶ έω) (επιτ. τ. τού πλημ[μ]υρίζω και πλημ[μ]υρώ) καλύπτω, κατακλύζω ένα μέρος με νερά («ο ποταμός ξεχείλισε και καταπλημμύρισε τον κάμπο») νεοελλ. μτφ. 1. γεμίζω με προϊόντα ή με κάτι άλλο («η Ιαπωνία… … Dictionary of Greek
καταπλημμύριση — και καταπλημμύρηση, η 1. η κάλυψη με πολύ νερό, ο κατακλυσμός 2. υπερεκχείλιση, ξεχείλισμα νερού 3. μτφ. αφθονία παραγωγής ενός είδους, υπεραφθονία, υπερπαραγωγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπλημμυρίζω ή καταπλημμυρώ. Η λ., στον λόγιο τύπο καταπλημμύρησις … Dictionary of Greek